Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὅ τι καὶ πείσεις

См. также в других словарях:

  • πείσις — (I) ἡ, Α 1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.) 2. στον πληθ. αἱ πείσεις μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα τού ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις τής ψυχής», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • АНАСТАСИЙ СИНАИТ — [греч. ̓Αναστάσιος ὁ Σιναΐτης] (нач. VII в. после 701), прп. (пам. 20 апр. и в Соборе Синайских преподобных; пам. греч. 21 апр.), игум. мон ря вмц. Екатерины на Синае, известный богослов и церковный деятель. О его жизни известно очень мало;… …   Православная энциклопедия

  • συνδυασμός — ο, ΝΜΑ [συνδυάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη νεοελλ. 1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων») 2. συσχέτιση ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»